Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσοδμία — η βλ. δυσοσμία … Dictionary of Greek
δυσοσμία — η (Α δυσοσμία και ίη και δυσοδμία) δυσάρεστη οσμή, κακοσμία, βρόμα … Dictionary of Greek